- ἐνέδυσεν
- ἐνέδῡσεν , ἐν-δύω 1aor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
облечи — ОБЛЕ|ЧИ2 (ЩИ) (61), КОУ, ЧЕТЬ гл. 1.Наделить одеждой когол., одеть когол. во чтол.: ˫Ако аште ѹбогааго облѣчеши. х҃са облѣчеши. Изб 1076, 94; таче по сихъ облечашети и въ мьнишьскѹю одежю. ЖФП XII, 37г; по се(м) съвѧжеть рѹцѣ ѥго кр(с)тмь и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κροκόεις — κροκόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ό κροκόεις ή τὸ κροκόεν ένδυμα βαμμένο με κρόκο («ὃς ἐμὲ κροκόεν τόδ ἐνέδυσεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα (ο)εις (πρβλ. αστερ… … Dictionary of Greek